- θυμώδη
- çabuk kızan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θυμώδη — θῡμώδη , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θῡμώδη , θυμώδης fierce masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θῡμώδη , θυμώδης fierce masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… … Dictionary of Greek